- προκαταμανθάνω
- Αμαθαίνω ή εξετάζω κάτι ακριβώς εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταμανθάνω «μαθαίνω καλά, παρατηρώ, εξετάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek